-
1 θόρυβος
θόρυβος, ὁ, Lärm, Geräusch, bes. das verworrene Durcheinanderschreien u. Lärmen einer großen Menschenmenge; συμμαχία ϑόρυβον μέγαν παραίϑυξε Pind. Ol. 11, 74; τίς αὖ ϑόρυβος ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1247; ϑορύβῳ τε πίσυνος καὶ ἀμαϑεῖ παῤῥησίᾳ Eur. Or. 905; ἐς ϑόρυβον ἦλϑον λευσϑῆναι I. A. 1349, d. i. in die Gefahr; καὶ ϑορύβου καὶ πατάγου χυτρείου Ar. Lys. 328; ἦν δὲ ϑόρυβος πολὺς καὶ ἐκπληκτικός Thuc. 8, 92; ἐκπληττόμενον ὑπὸ ϑορύβου τῶν πολλῶν Plat. Legg. II, 659 a, öfter; bes. mißbilligendes od. lobendes Geschrei, ὅταν ξὺν πολλῷ ϑορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν Rep. VI, 492 b; im Theater, Legg. IX, 876 b; εἰπὼν ταῦτα πολλοῖς ϑόρυβον παρέσχε καὶ ἔπαινον τῶν ἀκουόντων Prot. 339 d; Ar. Equ. 547 u. A.; im schlimmen Sinne, μεγάλοι ϑόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυςκλείᾳ, böse Reden, Soph. Ai. 142. Auch = Verwirrung, Unruhe, καὶ ταραχή Plat. Polit. 273 a; Phaed. 66 d u. Sp.
-
2 δείδω
δείδω, fürchten; Wurzel δι (oder δFι? Vgl. ἔδδεισεν), Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 193. 225. 226. Praes. δείδω Hom. Iliad. 11, 470. 13, 745 u. sonst; δείδετε Simon. 56 (IX, 147); δείδομεν Dion. Hal. 6, 32; gew. perf. mit Präsensbdtg δέδοικα u. δέδια, ep. δείδοικα, δείδια, δεδίασιν Il. 24, 663; δειδιότα, δειδιότες, δειδιότων, δειδιότας Homer, δειδιότες Theocr. 22, 93, der auch ein praes. δεδοίκω hat, 15, 58; att. finden sich bes. δέδοικα, δέδιμεν, δεδίασιν, conj. δεδίω, z. B. δεδίῃ Xen. Ath. 1, 11; imprt. δέδιϑι, δέδιτε, Thuc. 4, 126; ep. δείδιϑι Il. 5, 827, Nic. Al. 443 δείδῑϑι, u. δείδιε Qu. Sm. 7, 298. 305; δείδιε als impf. Il. 18, 34. 24, 358; ἐδείδιε Qu. Sm. 10, 450 u. Nonn.; ἐδείδιον Qu. Sm. 5, 282; inf. δεδιέναι und δεδοικέναι; δεδιυῖα Eubul. B. A. 90 u. Phaed. 254 e; δειδυῖα Ap. Rh. 3, 753; ἐδέδισαν Plat. Leg III, 685 c; ἐδεδοίκεσαν; ἐδεδίεσαν, was Phryn. 180 tadelt, findet sich Thuc. 4, 55 Xen. An. 5, 6, 36 u. oft; opt. δεδιείη Plat. Phaedr. 251 a; fut. δείσομαι Aristid. 2 p. 168; δείσεται Iliad. 20, 130, δείσεσϑαι 15, 299; auch δείσω; aor. ἔδεισα, ep. ἔδδεισα; – sich fürchten, besorgen, vgl. φοβέομαι; absolut z. B. Odyss. 14, 60 ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν αἰεὶ δειδιότων, ὅτ' ἐπικρατέωσιν ἄνακτες οἱ νέοι; gew. folgt μή, Il. 22. 455; Soph. Ant. 1100; Her. 4, 97; Thuc. 2, 76 u. sonst; ὅπως μή Soph. O. R. 1074; Ar. Equ. 112; Dem. 8, 53; vgl. τὴν ϑεὸν ὅπως λάϑω, δέδοικα Eur. I. T. 995. Seltener c. inf, sich scheuen, Bedenken tragen, Il. 7, 93; Thuc. 1, 136; Eur. Ion 1564; Plat. Crat. 407 b. – Auch περὶ ἑωυτοῦ, μή –, Her. 3, 30; vgl. Plat. Prot. 320 a; Thuc. 7, 74; ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περὶ δείδια, μή τι πάϑῃσιν Il. 17, 242, var. lect. πέρι δείδια, s. Scholl., Bekker περιδείδια; Iliad. 10, 240 ἔδδεισεν δὲ περὶ ξανϑῷ Μενελάῳ; περὶ τοῖς Ἕλλησιν, μή Her. 7, 163; ἀμφί τινι, Aesch. Prom. 182, besorgt sein; ὑπέρ τινος Thuc. 1, 75; ἐκ τῶν ὕπνων, in Folge eines Traumes, Pol. 5, 52; τῷ ϑορύβῳ, durch den Lärmen erschreckt werden, Plut. Dem. 9; – c. acc., fürchten, scheuen, von Hom. an häufig; τοὺς ϑεούς, fromme Ehrfurcht haben; Odyss. 14, 389 Δία ξένιον δείσας; accus. u. accus. c. infin. neben einander Odyss. 22, 39 οὔτε ϑεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, οὔτε τιν' ἀνϑρώπων νέμεσιν κατόπισϑεν ἔσεσϑαι; mit doppeltem accusat. Iliad. 5, 827 μήτε σύ γ' Ἄρηα τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἄλλον | ἀϑανάτων· τοίη τοι ἐγὼν ἐπιτάρροϑός εἰμι; vgl. Iliad. 14, 312 Ἥρη, μήτε ϑεῶν τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἀνδρῶν | ὄψεσϑαι; vgl. Eur. Ion 1564; σημάντορας Il. 4, 431; μήτε αἰσχύνεσϑαι μήτε δεδιέναι τοὺς γονέας Plat. Rep. VIII, 562 e; vgl. Hom. Odyss. 7, 305 ἀλλ' ἐγὼ οὐκ ἔϑελον δείσας αἰσχυνόμενός τε, μή πως καὶ σοὶ ϑυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι; von αἰδέομαι unterschieden Euth. 12 b; vgl. jedoch Phaedr. 254 e; – τὸ δεδιός, Furchtsamkeit, Thuc. 1, 36.
-
3 δείδω
δείδω, fürchten; auch δείσω; aor. ἔδεισα, ep. ἔδδεισα; sich fürchten, besorgen. Seltener c. inf: sich scheuen, Bedenken tragen; ἐκ τῶν ὕπνων, in Folge eines Traumes; τῷ ϑορύβῳ, durch den Lärmen erschreckt werden; c. acc.: fürchten, scheuen; τοὺς ϑεούς, fromme Ehrfurcht haben; τὸ δεδιός, Furchtsamkeit
См. также в других словарях:
θορυβώ — θορυβώ, θορύβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
θορυβώ — θορύβησα, θορυβήθηκα, θορυβημένος 1. κάνω θόρυβο, φασαρία: Μη θορυβείτε. 2. μτβ., αναστατώνω, ανησυχώ κάποιον: Η κατάσταση του παιδιού τούς θορύβησε. – Θορυβήθηκε η κυβέρνηση από τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορυβῶ — θορυβέω make a noise pres subj act 1st sg (attic epic doric) θορυβέω make a noise pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβωι — θορύβῳ , θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] … Dictionary of Greek
επιψοφώ — ἐπιψοφῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ταυτόχρονα κι εγώ 2. επιδοκιμάζω με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ψοφώ «θορυβώ» (< ψόφος «θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… … Dictionary of Greek
άθρακτος — ἄθρακτος, ον (Α) ατάραχτος (Σοφ. απόσπ. 812). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θράσσω (= αναταράσσω, ανησυχώ, θορυβώ)] … Dictionary of Greek
αθορύβητος — η, ο (Α ἀθορύβητος, ον) [θορυβῶ] αυτός που δεν θορυβείται, γαλήνιος, ατάραχος νεοελλ. ο αθόρυβος αρχ. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀθορυβητότατον, πνευματική αταραξία, ηρεμία … Dictionary of Greek